- ακριανός
- -ή, -όβλ. ακρινός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακριανός — ή, ό [άκρια] ο ακρινός* … Dictionary of Greek
άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
αδειανός — ή, ό 1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος 2. κενός, άδειος 3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. ανος (πρβλ. λείος λειανός, σιγά σιγανός, άκρη ακριανός κ.λπ.). ΠΑΡ. αδειανάδα … Dictionary of Greek
ακρινός — ή, ό [άκρα] 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακραίος, ακριανός 2. τελευταίος … Dictionary of Greek
ακρινός — ακρινός, ή, ό και ακριανός, ή, ό αυτός που βρίσκεται στην άκρη μιας σειράς ή μιας θέσης: Το πιο ακρινό σπίτι στο χωριό ήταν το δικό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)